-
1 αὐθ-ομο-λογέομαι
αὐθ-ομο-λογέομαι, med., von selbst, freiwillig eingestehen, πρᾶγμα αὐϑομολογούμενον, eine Sache, die für sich selbst spricht, an sich klar ist, Luc. Hermot. 59.
См. также в других словарях:
αυθομολογούμαι — αὐθομολογοῡμαι ( έομαι) (Α) φρ. «πρᾱγμα αὐθομολογούμενον» πράγμα που φανερώνεται από μόνο του, ολοφάνερο … Dictionary of Greek